- προσηγορώ
- -έω, Α [προσήγορος]1. προσαγορεύω, προσφωνώ2. παρηγορώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηγόρῳ — προσήγορος addressing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηγορητικόν — τὸ, Μ [προσηγορῶ] το προσηγορικόν* … Dictionary of Greek
προσηγόρημα — ήματος, τὸ, Α [προσηγορῶ] εκείνος ή εκείνοι στους οποιούς απευθύνει κανείς την προσηγορία («ὦ παῑδες, ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα», Ευρ.) … Dictionary of Greek